- συναχθείς
- συνάγωbring togetheraor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναγρόμενος — ἐναγρόμενος, η, ον (Α) (επικ. τ. μτχ. μέσ. αορ. β τού ἐναγείρω) συναχθείς, συναθροισθείς … Dictionary of Greek
οχληδόν — ὀχληδόν (Α) επίρρ. σαν όχλος («ὀχληδὸν συναχθεὶς ὁ λαός», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek